- θαυματουργός
- η , ό [ος , ον ] 1. чудотворный, чудодейственный;
θαυματουργό φάρμακο — чудодейственное средство;
2. (ο )1) чудотворец; 2) фокусник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θαυματουργό φάρμακο — чудодейственное средство;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θαυματουργός — acrobats masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματουργός — και θαματουργός, ή, ό (AM θαυματουργός, όν) νεοελλ. 1. αυτός που φέρει αξιοθαύμαστα αποτελέσματα, ο πολύ αποτελεσματικός («θαυματουργό φάρμακο») 2. ο αριστοτέχνης στο επάγγελμά του νεοελλ. μσν. αυτός που κάνει θαύματα («θαυματουργή εικόνα») αρχ.… … Dictionary of Greek
θαυματουργός — ή, ό 1. αυτός που κάνει θαύματα: Θαυματουργή εικόνα. 2. αποτελεσματικός: Θαυματουργό φάρμακο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαυματουργότερον — θαυματουργός acrobats adverbial comp θαυματουργός acrobats masc acc comp sg θαυματουργός acrobats neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματουργόν — θαυματουργός acrobats masc/fem acc sg θαυματουργός acrobats neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματουργοί — θαυματουργός acrobats masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματουργούς — θαυματουργός acrobats masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματουργέ — θαυματουργός acrobats masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματουργῷ — θαυματουργός acrobats masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
May 15 (Eastern Orthodox liturgics) — May 14 Eastern Orthodox Church calendar May 16 All fixed commemorations below celebrated on May 28 by Old Calendarists Contents 1 Saints 1.1 Other commemorations 1.2 Oriental Orthodox … Wikipedia
ГРИГОРИЙ ЧУДОТВОРЕЦ — [греч. Γρηγόριος ὁ Θαυματουργός] (ок. 213, г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) после 270, там же), свт. (пам. 17 нояб.), еп. Неокесарийский. Жизнь Основными источниками жизнеописания Г. Ч. являются: 1. «Благодарственная речь Оригену» … Православная энциклопедия